κόλο

κόλο
το
τμήμα του παχέος εντέρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόλο — το συν. στον πληθ. τα κόλα κιβώτια εμπορευμάτων ή αποσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collo] …   Dictionary of Greek

  • κόλο(ν) — το (AM κόλον και σπαν. κῶλον) το τμήμα τού παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή τού απευθυσμένου αρχ. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και… …   Dictionary of Greek

  • Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… …   Dictionary of Greek

  • βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… …   Dictionary of Greek

  • ειλεοεγκαρσιοτομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού με το εγκάρσιο κόλο …   Dictionary of Greek

  • ειλεοκολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ειλεό και στο κόλο …   Dictionary of Greek

  • κολοδωδεκαδακτυλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κόλο και το δωδεκαδάκτυλο ταυτόχρονα …   Dictionary of Greek

  • κολοσυρτός — κολοσυρτός, ὁ (Α) 1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.) 2. ταραχή, συρφετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολο συρ τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β συνθετικό < σύρω + επίθημα τος. Το α συνθετικό είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρισσός — κρισσός, ὁ (AM) ο κιρσός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος τής βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιρσός, που εμφανίζει επίθημα σσός (πρβλ. κολο σσός) και μετάθεση τού ρ ] …   Dictionary of Greek

  • λιμβός — (I) λιμβός, όν και λίμβος, ον (AM) μσν. ορεκτικός, ελκυστικός αρχ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. κολο βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”